Η ιστορία της Παλαιοκτούνας από τον 17ο αιώνα.

25 Αυγούστου 2018
Η ιστορία της Παλαιοκτούνας από τον 17ο αιώνα.
Η ιστορία της Παλαιοκτούνας από τον 17ο αιώνα.

Προς το τέλος του 17ου αιώνα και μετά τον εκχρηματισμό της οικονομίας, άρχισε να επιβάλλεται και η αναγκαστική καταβολή του κεφαλικού φόρου και του φόρου της δεκάτης σε χρήμα και όχι σε είδος.  Οι φορολογούμενοι αγρότες για να βρουν τα απαιτούμενα ποσά  κατέφευγαν σε δανεισμό που συνήθως δεν μπορούσαν  να αποπληρώσουν. Έτσι, κάτω από την πίεση του φοροεισπράκτορα και του τοκογλύφου αρκετοί μικροϊδιοκτήτες γης, άρχισαν να πουλάνε τις ιδιοκτησίες τους. Όσοι δεν κατέληγαν δουλοπάροικοι στις περιουσίες τους,  έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς ή τα βουνά για να γίνουν κλέφτες.

    Σε πολλές περιπτώσεις,  χρεωμένοι ιδιοκτήτες γης παραχωρούσαν με την μορφή εικονικής δωρεάς τα κτήματά τους σε μοναστήρια, ελπίζοντας πως θα τα πάρουν πίσω μόλις αλλάξουν οι συνθήκες και κυκλοφορήσει περισσότερο χρήμα. Τα μοναστήρια εκτός από τις αφιερώσεις που δέχονταν από τους πιστούς, είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν και αγόραζαν, βοσκοτόπια, χωράφια, αμπέλια, ακόμα και ολόκληρα χωριά.
    Στις 24  Μαΐου 1801, οι κάτοικοι του Παλαιοκάτουνου της Επαρχίας Αγράφων, θέλοντας να απαλλαγούν από τα χρέη τους, πούλησαν ολόκληρο το χωριό τους στη Μονή Τατάρνας. «Την σήμερον  φανερώνομε και ομολογούμεν ημείς οι ευρισκόμενοι χωριανοί,  Παλαιοκατουνιώτες  μικροί και μεγάλοι  πως έστωντας να χρεωστούσαμεν μποκατέμ  μπόρτζι  βαρύτατον και μη δυνάμενοι  να το αποκριθώμεν,  επωλήσαμεν τον τόπον μας του Μοναστηριού της Τατάρνας,  του Κωνσταντίου ηγουμένου και επιλοίπων  πατέρων, και το επωλήσαμεν διά πουγγία  9,  ήτοι εννέα,  όσον και αν ορίζωμεν από σύνορον εις σύνορον , από του Μανόλη το γεφύρι  και έως του Ντουραλή το μνήμα…» Το συμφωνητικό συνεχίζει με την  περιγραφή των υπόλοιπων συνόρων και καταλήγει: Και κανένας χωριανός να μην ορίζη τίποτες ζαβί νταβί, δεν έχει κανείς να τους διασείση τίποτες.  Και όποιος μπορταλής  εβγή  νταβαντζής, να του αποκριθώμεν ημείς οι χωριανοί.  Και εις αυτό εδώσαμεν την παρούσαν  ομολογίαν μας εις χείρας του Κωνσταντίου,  ηγουμένου και επίλοιπων πατέρων, και έμπροσθεν των υποκάτωθεν  γεγραμμένων.
 1801.  Μαΐου 24.   Οι μάρτυρες  και πωλητές και λήπτρες.» ακολουθούν υπογραφές.
   Η ιστορία ξεκίνησε το 1675, όταν η Μονή Τατάρνας απέκτησε στην περιοχή του Παλαιοκάτουνου τις πρώτες ιδιόκτητες εκτάσεις, που προέρχονταν από αφιερώματα πιστών. Αργότερα, προχώρησε σε επιλεγμένες αγορές και τελικά εκμεταλλευόμενη την «αχρηματία των Παλαιοκατουνιωτών» και έχοντας τη συμπαράσταση του Κοτζαμπάση της Επαρχίας Αγράφων, Δ. Τσολάκογλου, αγόρασε ολόκληρο το Χωριό και μετέτρεψε την περιοχή σε «τσιφλίκι» της. Για αυτή την αγορά ο Ηγούμενος Γερμανός έγραφε το 1838: «Εις τα πέριξ της Ιεράς Μονής Τατάρνης, ευρίσκονται πολλαί γαίαι καλλιεργημέναι και ακαλλιέργητοι, χρησιμεύουσαι μόνον διά βοσκήν των ζώων, τας οποίας ηγόραζον από καιρόν εις καιρόν οι καθηγούμενοι της μονής, διά να δύναται το Ιερόν τούτο κατάστημα να επαρκή εις τας ανάγκας του. Άρχισαν το έργον τούτο από το 1675 έτος και εξηκολούθησαν μέχρι το 1801, ότε ετελείωσαν το όλον της αγοράς του χωρίου Παλαιοκάτουνον, παρακινηθέντες από τους κατά καιρόν προεστούς της επαρχίας Αγράφων, ως φαίνεται από τα υπό στοιχείον Β και Γ πρωτότυπα γράμματα των ιδίων προεστών, βεβαιούντα και τας προηγηθείσας αγοράς και παρακινούντα ν’ αγοράσουν και το υπόλοιπον, διά να μην έμβη άλλος αγοραστής, και ενοχλούται η Ιερά μονή εις την σύναξιν των εισοδημάτων της.»
   Έτσι, το χωριό εγκαταλείφτηκε από τους κατοίκους του και στην περιοχή έμειναν μόνο τα κοπάδια του μοναστηριού και όσοι δούλευαν για λογαριασμό του. Λίγο αργότερα το μοναστήρι, που είχε την οικονομική ευχέρεια, άρδευσε την περιοχή και οι χέρσοι βοσκότοποι μετατράπηκαν σε καλλιεργήσιμα εδάφη.

   Το 1835, παλαιοί κάτοικοι του Παλαιοκάτουνου, προσέφυγαν στην «επί των Εσωτερικών Γραμματεία της Επικρατείας» και ζήτησαν να τους επιστραφούν οι περιουσίες τους. Η «επί των Εσωτερικών Γραμματεία της Επικρατείας» αφού πήρε τις απαραίτητες πληροφορίες από τον Νομάρχη Ακαρνανίας και Αιτωλίας, ζήτησε και τη γνώμη της «Επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας.»
   Η ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ.
   Προς την επί των Εκκλησιαστικών κ.τ.λ. Γραμματείαν.
   Η εσώκλειστος αναφορά μετά των επισυνημμένων διευθύνεται εις την επί των Εκκλησιαστικών Γραμματείαν διά να τα λάβη υπ’ όψιν της και μας φανερώση τη περί τούτων γνώμιν της.
   Ο Νομάρχης Ακαρνανίας και Αιτωλίας προσκληθείς να μας πληροφορήση περί των εις την αναφοράν ενδιαλαμβανομένων, μας διεύθυνεν το εσώκλειστον πωλητήριον έγγραφον, παρρησιασθέν εις αυτόν από τον ηγούμενον της Τατάρνης, κατά το λέγειν των κατοίκων το έγγραφον τούτο εδόθη παρ’ αυτών εις τον ηγούμενον ως απόδειξις μόνον του προς προς αυτόν χρέους, και όχι ως μία πωλητήριος πράξις, ως αυτός το θεωρεί.
   Άφ’ ετέρου οι πωλήσαντες το περί ου ο λόγος χωρίον δεν παρρησιάζουν κανέν πληρεξούσιον έγγραφον, διά του οποίου να είχον λάβει το δικαίωμα παρά των συμπατριωτών των, διά να κάμουν την πώλησιν ταύτην.
   Εκτός τούτου διστάζομεν να πιστεύσωμεν και την νομιμότητα της πωλήσεως ταύτης, γενομένης διά 4000 γρόσια, εν ώ το χωρίον αξίζει περίπου 100.000 δραχμές.
   Όπως και να έχη το πράγμα επειδή είμαι γνώμης ότι συμφέρει εις την Κυβέρνησιν το να αποδοθή το περί ου ο λόγος χωρίον εις τους παλαιούς ιδιοκτήτας του, αν αληθεύη ότι αυτό επέρασεν εις την κυριότητα αυτής, λαμβάνω, Κύριε Γραμματεύ την τιμήν να σας παρακαλέσω να μας φανερώσητε την περί τούτου γνώμην σας, επιστρέφων και την παρούσαν, διά να κάμω την προς την Α. Μεγαλειότητα περί τούτου αναφοράν μου.
   Τη 2 Μαΐου 1835. Εν Αθήναις.
   Ο Γραμματεύς.
   Ο Γραμματέας της «επί των Εσωτερικών Γραμματείας της Επικρατείας», αφού πήρε και τη σύμφωνη γνώμη της «επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας», έκανε την αναφορά του προς τον Βασιλιά και εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 25322 (2768) Βασιλικό Διάταγμα:
   ΟΘΩΝ. ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ,
   Επί της από 13/25 Μαΐου αναφοράς απαντάται εις την επί των Εσωτερικών Γραμματείαν ότι η πρότασίς της εγκρίνεται ως και των παρισταμένων αιτούντων, δι’ ό και διατάττομεν.
   Α’. Ότι  εις όλας τας οικογενείας, αι οποίαι κατώκουν πρότερον το χωρίον Παλαιοκάτουνον και αι οποίαι σκοπεύουν να συνοικισθώσιν εκεί πάλιν, πρέπει να επιστραφώσιν τα κτήματα και αι γαίαι επί των οποίων δύνανται να αποδείξουν δικαίωμα ιδιοκτησίας.
   Β’. Αλλά τούτο θέλει γίνει επί τη συμφωνία του να επιστρέψη η κοινότης της Παλαιοκατούνας εις το Μοναστήριον της Τατάρνης την προτέραν τιμήν της αγοράς των 4.500 γροσίων Τουρκικών κατά την αξίαν την οποίαν είχον ότε έγινε το συμφωνητικόν της πωλήσεως μαζί με τους διά διαιτητού προσδιορρισθεισομένους τόκους.
   Την 13/25 Ιουνίου 1835.
   Στις 21 Ιουνίου/ 3 Ιουλίου, η «επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεία» πρότεινε, πως στον συμβιβασμό η διαιτησία έπρεπε να συνυπολογίσει τα έξοδα που έκανε η μονή για την καλλιέργεια των κτημάτων. Στην πρόταση της «επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας» απάντησε το υπ’ αριθμ. 1938 Β. Διάταγμα που εκδόθηκε στις 18/ 30 Ιουλίου:
   ΟΘΩΝ. ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
   Εις την αναφοράν της Γραμματείας από 21 Ιουνίου/3 Ιουλίου τ.ε. απαντώμεν, ότι ο προβληθείς ακριβής υπολογισμός των εξόδων της καλλιεργείας  και των εισοδημάων του Παλαιοκατούνου, ότε αύτη η γη εκαλλιεργείτο από τους μοναχούς της Τατάρνας, θέλει απαντήσει μεγάλας δυσκολίας και πολλά εμπόδια, όθεν η υπόθεσις μένει ως αποφασίσθη εις την από 13/25 Ιουλίου διαταγήν…

Η ιστορία της Παλαιοκτούνας από τον 17ο αιώνα.


Το Διάταγμα της 18/30 Ιουλίου
ΓΕΝΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. (ΦΑΚΕΛΟΣ. 179 -14)
    Όμως, ο καιρός πέρναγε και η Μονή δεν ανταποκρινόταν στις προσκλήσεις του Νομάρχη, του Επισκόπου και της Ιεράς Συνόδου, που ζητούσαν να επιστραφεί το χωριό στους κατοίκους του. Το 1837, απεβίωσε ο ηγούμενος Κυπριανός και εκλέχτηκε νέος ηγούμενος της Μονής, ο Γερμανός. Ο νέος ηγούμενος κατέβηκε στην Αθήνα με σκοπό να παραδώσει στο Βασιλιά αναφορά με τα παράπονα των μοναχών για τα Διατάγματα του 1835.
   Εις τα πέριξ της Ιεράς Μονής Τατάρνης, ευρίσκονται πολλαί γαίαι καλλιεργημέναι και ακαλλιέργητοι, χρησιμεύουσαι μόνον διά βοσκήν των ζώων, τας οποίας ηγόραζον από καιρόν εις καιρόν οι καθηγούμενοι της μονής, διά να δύναται το Ιερόν τούτο κατάστημα να επαρκή εις τας ανάγκας του. Άρχισαν το έργον τούτο από το 1675 έτος και εξηκολούθησαν μέχρι το 1801, ότε ετελείωσαν το όλον της αγοράς του χωρίου Παλαιοκάτουνον, παρακινηθέντες από τους κατά καιρόν προεστούς της επαρχίας Αγράφων, ως φαίνεται από τα υπό στοιχείον Β και Γ πρωτότυπα γράμματα των ιδίων προεστών, βεβαιούντα και τας προηγηθείσας αγοράς και παρακινούντα ν’ αγοράσουν και το υπόλοιπον, διά να μην έμβη άλλος αγοραστής, και ενοχλούται η Ιερά μονή εις την σύναξιν των εισοδημάτων της.

   Αλλά παρ’ ελπίδα, ενώ ησχολούντο οι πατέρες εις την καλλιέργειαν των γαιών αυτών ανενοχλήτως τοσαύτα έτη, κατέχοντες ταύτας και εν καιρώ του Ελληνικού αγώνος, ως φαίνεται από τα υπό στιχ. Δ και Ε έγγραφα των τότε Σπαήδων, εν έγγραφον του Διοικητού Καλλιδρόμης το οποίον εγκλείομεν εις πρωτότυπον υπό στοχ. Ζ υπ’ αριθ. 1418 εκδοθέν κατά το 1835 Ιουλίου 12 μας κοινοποιεί αντίγραφον Υψηλού Βασιλικού Διατάγματος, δυνάμει του οποίου υποχρεούμεθα να επιστρέψωμεν οπίσω όλα τα κτήματα και τας γαίας, επί των οποίων δύνανται οι Παλαιοκατουνιώται να αποδείξουν, ότι έχουν δικαίωμα ιδιοκτησίας, η δε επιστροφή να γένη επί συμφωνία να πληρώσουν οι χωρικοί τα χρήματα οπού έλαβον 4500 τουρκικά γρόσια κ.λ.
   Ποτέ προσβολή ιδιοκτησίας εμφαντικωτέρα από αυτήν δεν έγινε Μεγαλειότατε! Ούτε οι πατέρες της μονής επερίμενον να ιδούν από το γραφείον της Β. Κυβερνήσεως εξερχόμενον τοιούτον Διάταγμα, το οποίον χωρίς εξέτασιν, χωρίς εξέτασιν, χωρίς νομικάς ενδείξεις, χωρίς δικαστικήν απόφασιν, αφαιρεί το όλον σχεδόν της περιουσίας ενός ιερού καταστήματος…
    Εάν Μεγαλειότατε! Δεν ήσαν οι πατέρες της ιεράς μονής πεπεισμένοι περί της πανδήμως εκθειαζομένης δικαιοσύνης της Υ. Μ. Εάν δεν εγνώριζον, ότι εξακρειβώνει μόνην την αλήθειαν των αναφερομένων, ηθέλομεν καταφύγει εις πολλά μέσα αποδείξεων. Αλλά τα κρίνομεν όλα περιττά, διότι αρκεί να παρατηρήση η Υ. Μ. τα έγγραφα οπού παρουσιάζομεν, αρκεί να λάβη κατά νουν, ότι η ιδιοκτησία των ιερών καταστημάτων και νομικώς και πολιτικώς και εκκλησιαστικώς θεωρουμένου του πράγματος, πρέπει να μείνη ακεραία, και αναφαίρετος και θέλομεν έχη βεβαίως ταχείαν την απάντησιν κατά την αίτησιν των πατέρων της μονής, των οποίων παριστάνομαι αντιπρόσωπος δυνάμει του παρουσιαζομένου τακτικού εγγράφου της ιεράς ημών μονής.
Υποσημειούμαι με βαθυτάτην υπόκλισιν της Υ. Μεγαλειότητος ευπειθέστατος υπήκοος.  Γερμανός ηγούμενος.
Εν Αθήναις την 4 Νοεμβρίου 1838.

Η ιστορία της Παλαιοκτούνας από τον 17ο αιώνα.


Η πρώτη σελίδα της αναφοράς του  Ηγούμενου Γερμανού.
ΓΕΝΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. (ΦΑΚΕΛΟΣ 179-77)
   Στις 15 Μαΐου 1839, ο Γραμματέας της  «επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας», στην προσπάθειά του να δώσει μία λύση στην «υπόθεση Παλαιοκάτουνο», ζήτησε από τον Διοικητή Ευρυτανίας αναφορά για τις μέχρι τότε εξελίξεις. Ο Διοικητής Ευρυτανίας έγραφε στην αναφορά του:
   Καθ’ ας έλαβε πληροφορίας η Διοίκησις, ούτε η Κοινότης (εάν δύναται να ονομασθεί  Κοινότης η παρουσία τριών μόνον οικογενειών) Παλαιοκατούνου επέστρεψεν εις την Μονήν της Τατάρνης άχρι τούδε τα χρήματα της Αγοράς των κτημάτων της, κατά την αξίαν του Τουρκικού νομίσματος, ούτε διαιτητής εξ αμφοτέρων των δια φερομένων μερών διωρίσθησαν, διά να προσδιορίσουν τους τόκους. Διότι ευχαριστήθησαν, ως φαίνεται αι ευρισκόνεναι τρείς οιγογένειαι των Παλαιοκατουνιωτών να μένωσιν εκεί, ως κολλήγοι της Μονής, και ούτε τα χρήματα να επιστρέψωσιν, ούτε τα κτήματα να ανακτήσωσιν.
   Τον Φεβρουάριο του 1841 και ύστερα, από εντολή της «επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας», ο Διοικητής Ευρυτανίας κάλεσε τον ηγούμενο της Μονής να συναντηθεί με τον πληρεξούσιο των Παλαιοκατουνιωτών Α. Γουλέμη, για να ορίσουν τους διαιτητές. Ο ηγούμενος, επικαλούμενος τη σφοδρότητα του χειμώνα, πήγε στο Καρπενήσι ύστερα από την τρίτη πρόσκληση του Διοικητή. Όμως και πάλι δεν καρποφόρησε η συνάντηση, αφού ο ηγούμενος ζήτησε αναβολή για να συνεννοηθεί με την «επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεία». Έτσι, έγραψε στον Γραμματέα της «επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας»: «…αλλά διά την σφοδρότητα του χειμώνος εις την τρίτην διαταγήν του Διοικητού επαρουσιάσθημεν με κίνδυνον εξ’ αιτίας του χειμώνος, και ούτως και προφορικώς μας εδιέταξεν ο Διοικητής να συμμορφωθώμεν με το αναρηθέν Β. Διάταγμα διά να προσδιορισθώσιν διαιτηταί.

   Αλλ’ ημείς επειδή απάντησιν της αναφοράς μας[8] δεν είδαμεν, διά τούτο εζητήσαμεν άδειαν προθεσμίας παρά του Διοικητού, διά να αναφέρωμεν ενώπιον της Εκκλ. Β. Γραμματείας ταύτης τα εφεξής:
   Α. Εσωκλείεται κατάλογος  εις φύλον χωριστόν σημειούμενα τα όσα χωράφια παρά των κατοίκων Παλαιοκατούνου είναι αφιερωμένα εις την Μονήν, και πόσα έτη.
   Β.  πόσα χωράφια είναι πωλημένα εις λείψανα και πόσα έτη, καθώς και την ολικήν πώλησιν του χωρίου.
   Γ. Ότι, ο Γουλέμης προφορικώς είπεν ενώπιον της Διοικήσεως ότι δεν γνωρίζει ως αφιερώματα και πωλημένα προ της ολικής πωλήσεως, ειμή όλον τον τόπον και γαίας θέλει να τα γνωρίσωσιν ιδικά τους.
   Δ.  Ότι το διάταγμα διατάζει ότι όσοι ήθελον αποδειχθή ότι είναι Παλαιοκατουνιώται, οπού και πρότερον κατώκουν να υποδείξωσι τας ιδιοκτησίας των. Αλλά εμείς τοιούτους αυτόχθονας τρείς οικογενείας μόνον γνωρίζομεν, ως το μαρτυρούσιν και οι υπέργηροι, αλλά αυτός συνάζει ένθεν κακείθεν και υποδεικνύει αυτούς ως αυτόχθονας άλλους μεν ότι υπάρχη η μήτηρ αυτών εκ του Παλαιοκατούνου, ετέρους ότι η προμήτηρ αυτών, καθώς θυγάτηρ της αδελφής, διά να δείξη οικογενείας και να αφαιρέση αφ’ ημών αφιερωμένα και αγορασμένα.
   …προσπίπτωμεν, και θερμοπαρακαλούμεν την Εκκλ Β. Γραμματείαν ταύτην όπως ευαρεστηθή και ενεργήση, την δικαίαν αποπεράτωσιν της υποθέσεως ταύτης διά να παύσωσιν από το Μοναστήριον τούτο, τα πολλά και συχνά έξοδα, διότι ημείς άνευ διαταγής των ανωτέρων αρχών, δεν εδώσαμεν καμμίαν υπόσχεσιν, μάλιστα ο Πληρεξούσιος αυτός έμπροσθεν της Διοικήσεως εζήτησε ένα συμβιβασμόν, και ούτως μη γνωρίζοντες το τέλος αυτού τότε δεν υποσχέθημεν και εις αυτόν έως ότου λάβωμεν την Συμβουλευτικήν απάντησιν παρά της ανωτέρας αρχής.
  Υποσημειούμεθα πανευσεβάστως. Ο Ηγούμενος. Οι Μοναχοί.
   Έτσι, φάνηκε πως το μοναστήρι δεν ήθελε να επιστρέψει τα κτήματα, φάνηκε επίσης, πως και οι «Παλαιοκατουνιώτες» ήθελαν τα κτήματα χωρίς να επιστρέψουν τα χρήματα. Στις 15 Δεκεμβρίου 1844, και αφού στο Παλαιοκάτουνο εγκαταστάθηκε και τέταρτη οικογένεια, το μοναστήρι ζήτησε από τις αρμόδιες αρχές την άδεια να «πάει τις τέσσερες οικογένειες στο δικαστήριο».  Στις Φεβρουαρίου 1845, το «Υπουργείο των Εσωτερικών» απάντησε στην «επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεία» πως, «Επειδή κατά τας πληροφορίας του Διοικητού Ευρυτανίας, εθεωρήθη αδύνατον να κατορθωθή συμβιβασμός τις μεταξύ των ειρημένων και της Μονής, επομένως απόκειται εις το επί των Εκκλησιαστικών Υπουργείον να δώση την ζητουμένην άδειαν εις την Μονήν.» Έτσι, η «επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεία» απάντησε στον ηγούμενο: «επιτρέπομεν εις υμάς να επιχειρήσητε τακτικήν ενώπιον των εν Μεσολογγίω Πρωτοδικών αγωγήν κατά των Ιωάννου Αρμάγου, Ιωάννου Νταλαφούρα, Δημητρίου Λαθήρου και Αθανασίου Τουφεκούλα κατοίκων του χωρίου Παλαιοκατούνου του Δήμου Αγραίων, διεκδικούντες τα δικαιώματα άπερ έχει η μονή, της οποίας προΐστασθε, επί κτημάτων ακινήτων κειμένων εντός του ειρημένου χωρίου Παλαιοκατούνου. Εγκρίνομεν προσέτι ν’ αναθέσητε την της προαναφερομένης δίκης διεξαγωγήν εις τον υφ’ υμών προταθέντα κύριον  Σ. Μανωλάτον τακτικόν Δικηγόρον παρά τους εν Μεσολογγίω Πρωτοδίκαις.»
   Η δίκη έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου 1845 στο Μεσολόγγι, αλλά «γενομένης όμως ενστάσεως εκ μέρους των εναγομένων περί του ότι τα διεκδικούμενα κτήματα δεν περιγράφονταν ακριβώς, το Δικαστήριον απέρριψε την προκειμένην αγωγήν αφού διεξήχθησαν αποδείξεις περί της περιγραφής αυτών.» Στη συνέχεια, το μοναστήρι προσέφυγε στο Εφετείο Αθηνών, αλλά και εκεί απορρίφτηκε η αγωγή του.  Στις 27 Οκτωβρίου 1850, το μοναστήρι αντικατέστησε τον δικηγόρο Μανωλάτο με τον δικηγόρο Γ. Άρτη και ζήτησε από την Νομαρχία Αιτωλίας  και Ακαρνανίας την άδεια να ξεκινήσει ξεχωριστή αγωγή στον καθένα από όσους εγκαταστάθηκαν στο χωριό και που τώρα έγιναν περισσότεροι. Η Νομαρχία Αιτωλίας  και Ακαρνανίας, μεταβίβασε την αίτηση της μονής στην «επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεία» και πήρε στις 11 Ιανουαρίου 1851[9] την παρακάτω απάντηση: «… σας παρακαλούμεν να κοινοποιήσετε εις το προμνησθέν μοναστηριακόν Συμβούλιον, ότι επιτρέπομεν εις αυτό, να επιχειρήση τακτικήν ενώπιον των εν Μεσολογγίω Πρωτοδικών  αγωγή κατά των Ιωάννου Αρμάγου, Ιωάννου Νταλαφούρα, Δημητρίου Λαθήρου και Αθανασίου Τουφεκούλα κατοίκων του χωρίου Παλαιοκατουνίου, είτε καθ’ όλων, είτε καθ’ ενός εξ’ αυτών, συμφώνως προς την του Δικηγόρου γνωμάτευσιν, περί διεκδικήσεως κτημάτων κειμένων εν τω ειρημένω χωρίω και ανηκόντων καθ’ α παρέστησε το Συμβούλιον εις την μονήν της οποίας αυτό προΐσταται. Εγκρίνομεν προσέτι ν’ αναθέση η μονή την της ειρημένης δίκης διεξαγωγήν, εις τον υπ’ αυτού προταθέντα Κύριον Γ. Χ. Άρτην, Δικηγόρον παρά τοις εν Μεσολογγίω Δικαστηρίοις.»

   Παρά τις προσπάθειές μου δεν μπόρεσα να βρω στοιχεία για το αν έγινε η δίκη, ή για τον τρόπο συμβιβασμού μεταξύ της Μονής και των «Παλαιοκατουνιωτών». Σίγουρα όμως μέχρι το 1861, η Μονή δεν πήρε κάποια χρήματα από τους «Παλαιοκατουνιώτες» και το 1866 κατοικούσαν στο χωριό δεκαοκτώ οικογένειες, (περίπου ενενήντα άτομα).
   Στη συνέχεια, το χωριό παρουσιάζει ραγδαία αύξηση πληθυσμού και στην απογραφή πληθυσμού του 1879, απογράφηκαν 175 κάτοικοι,  (87 άρρενες, 88 θήλεις). Στην απογραφή του 1889, 251 κάτοικοι (126 άρρενες, 125 θήλεις.) Το 1896, 307 κάτοικοι (163 άρρενες, 144 θήλεις). Το 1907, 337 κάτοικοι (183 άρρενες, 154 θήλεις).

   Το 1912 με το Διάταγμα, «περί συστάσεως δήμων και κοινοτήτων» του Νόμου  ΔΝΖ΄»
Διάταγμα «περί προσαρτήσεως κοινοτήτων εν τω νομώ Αιτωλίας και Ακαρνανίας»
το Παλαοκάτουνο απετέλεσε συνοικισμό της Κοινότητος Βούλπης.
   Τον Ιανουάριο του 1925, δημιουργήθηκε η Κοινότητα Παλαιοκάτουνου με το Διάταγμα «Περί αναγνωρίσεως ως κοινότητος του συνοικισμού Παλαοκάτουνον.» (26- 1- 1925)


   Το 1936, το Παλαιοκάτουνο μετονομάζεται σε Παλαιοκατούνα και στην απογραφή του 1940 εγγράφεται ως «Παλαιοκατούνα» με 652 κατοίκους.
   Το 1971, η έδρα της κοινότητος μεταφέρθηκε στον νέο οικισμό «Άγιος Προκόπιος».
Β.Δ. 156. Περί ονομασίας, μετονομασίας συνοικισμών κ.τ.λ.
Β’. Επαρχία Ευρυτανίας
Εγκρίνεται η υπ’ αριθ. 5 της 23-8-1970, απόφασις του Κ. Σ. Παλαιοκατούνας, περί ονομασίας του, εις την περιφέρειαν της Κοινότητος ταύτης, δημιουργηθέντος νέου οικισμού εις «Άγιος Προκοπιος, ο» και της μεταφοράς εις τούτον της έδρας της Κοινότητος.
Εν Αθήναις τη 21-1-71

[1]   Ο  φόρος της δεκάτης είναι το ένα δέκατο της παραγωγής που πληρώνουν φόρο οι παραγωγοί, ο  φόρος πληρώνεται σε είδος.  Ο κεφαλικός φόρος, ή αυθεντικός, ή βασιλικός φόρος, ή χαράτσι είναι ο φόρος που πληρώνουν οι ραγιάδες στον Σουλτάνο.  Από το τέλος του 17ου  αιώνα σταδιακά και ανάλογα με την περιοχή οι δύο αυτοί φόροι πληρώνονται υποχρεωτικά  σε χρήμα, το οποίο είναι δυσεύρετο αυτή την εποχή και μάλιστα από αγρότες.
[2]  Παράδειγμα η «ομολογία» από το μοναστήρι της Βαρνάκοβας. « 1784  Θεριστίου  1. Σήμερον φανερώνομε και ομολογούμε εμείς οι κάτωθεν γεγραμμένοι Νικολός Τουφεκιάρης με τα παιδιά του: Τριαντάφυλλος και Γιάννος Κωνσταντής και Ζώης κατά που ταιριαστήκαμε με τους καλογέρους μπροστά στον Ζαπίτη (αστυνόμο) και εις τους αγάδες και εις τους γερόντους του βιλαετίου διά τα χωράφια, οπού τους είχαμε αμανάτι, να δουλεύουμε τα χωράφια εμείς και να μοιράζουμε το μασούλι (παραγωγή) και ότι πωρικά έχουν στην ομολογία να παίρνη το δίκιο τους…..»
[3]    Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, οι φορολογούμενοι δανείζονταν εξαιτίας της έλλειψης χρημάτων στον τόπο τους και όχι εξαιτίας της βαρύτητας των φόρων που έπρεπε να πληρώσουν.
[4]    Ή Μονή είχε στην κατοχή της 42 συμφωνητικά (ομολογίες), εκ των οποίων τα 28 αφορούσαν πωλήσεις γης και τα 14 δωρεές (αφιερώσεις). Εκτός από μία αγορά που έγινε το 1785, όλες οι υπόλοιπες έγιναν μέχρι το 1705. Οι κυριότερες δωρεές έγιναν λίγα χρόνια πριν την αγορά ολόκληρου του χωριού. Τρία συμφωνητικά του έτους 1896, αφορούν ενεχυριάσεις αγροτικών εκτάσεων, έναντι δανείου 20, 40 και 50 γροσιών.  Περιπτώσεις ενεχυρίασης γης έναντι δανείου, συναντάμε σε όλα τα μοναστήρια ακόμα και σε ναούς, όπως π.χ. στο ναό της Αγίας Τριάδα του Καρπενησίου.
[5]    Όλα τα κείμενα είναι γραμμένα με την ορθογραφία των πρωτότυπων εγγράφων.
[6]    Μόνο ένας κάτοικος δεν αναγνώρισε την πώληση και παρά τις πιέσεις που δεχόταν παρέμεινε στο χωριό έως το 1817.  Το 1817, και ύστερα από τη μεσολάβηση του προεστού Θέου, το μοναστήρι πλήρωσε στον «Παλαιοκατουνιώτη Δημήτρη 1000 γρόσια, για να φύγη ούτος διά παντός από το Παλαιοκάτουνον.»
[7]    Στα μοναστήρια, εργάζονταν και κοσμικοί διαφόρων ειδικοτήτων με αμοιβή, αλλά και «ταμένοι». Οι «ταμένοι» ήταν πιστοί που είχαν αφιερώσει στο μοναστήρι ένα χρονικό διάστημα προσωπικής εργασίας χωρίς αμοιβή. Επιπλέον, διάφοροι άποροι και κατατρεγμένοι, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν το φαγητό και τον ύπνο τους, δούλευαν σε μοναστήρια ως «ταμένοι».
Το 1837, η Μονή Τατάρνας είχε επτά μοναχούς και είκοσι εργάτες, «υπηρέτες». Από αυτούς, οι επτά χαρακτηρίζονται ως «υπηρέτες της μονής», ένας «υπηρέτης εις το μοναστήριον», ένας «υπηρέτης των μελισσιών»,  δύο «ποιμένες γελαδιών», δύο «ποιμένες ίππων», τρείς «ποιμένες γιδιών» και τέσσερις «ποιμένες προβάτων».
    Εννοεί την αναφορά προς τον Βασιλιά, 4 Νοεμβρίου 1838.
    Στις12 Δεκεμβρίου 1950, πέθανε ο Ηγούμενος Γερμανός και αργότερα εκλέχτηκε ως Ηγούμενος της Μονής, ο Βαρθολομαίος.

Πηγή



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

share