Ο Αϊ Γιάννης, ο δικός μας, είναι στο Παλαιοκάτουνο. Βρίσκεται
δεξιά του Αγραφιώτη ποταμού, νότια του Δήμου Αγράφων και σήμερα
ανήκειστο Δήμο Αγράφων. Περνώντας τα Καμίνια (Βαρβαριάδα, σήμερα),
μέσα από ωραίες εικόνες! Πάλι γεφύρι κι ανηφόρα.
Με στροφή ο δρόμος μέσα απόνα παραδεισένιο πλατανιώνα. Χάρμα οφθαλμών! Ανηφορίζοντας, το ποτάμι μένει κάτω, ο δρόμος είναι πάντα δύσκολος, ξανοίγει ο τόπος αντικρινά. Σ’ αυτό το ξάνοιγμα του τόπου και μέσα στον πουρναρόλογγο, ο Αϊ Γιάννης ξεπροβάλλει.
Εκεί λοιπόν η θειά Σταυρούλα όπως κι άλλες γυναίκες της περιοχής απ' τ' Αγραφοχώρια, πήγαιναν τα τάματά τους και για να "ζώσουν τον Άγιο", πήγαιναν κι άνδρες για να γλεντήσουν και πολλοί ν’ αγοράσουν και να πουλήσουν, γιατί και παζάρι των γύρω χωριών ήταν τούτο το πανηγύρι μια φορά το χρόνο στη χάρη Του.
Στο παλιό αυτό μοναστήρι ο Κατσαντώνης έπαιρνε ψωμί, προσκύνησαν και το είδαν όλοι οι καπεταναίοι και κλέφτες, όσοι πέρασαν απ’ τ’ Άγραφα στον καιρό της μαύρης σκλαβιάς, είδαν κι άκουσαν θαύματα και θαύματα τ’ Αϊ-Γιάννη τ’ Αφέντη.
Γυρνώντας την επομένη η θειά Σταυρούλα κατάκοπη, ξενυχτισμένη και ταλαιπωρημένη έπρεπε να βγάλει για βοσκή τις γίδες της. Πήρε την κανούτα της και τις άλλες. Παίρνω κι εγώ τη δική μου γίδα την κοκκίνω και πάω μαζί της.
- «Πως πέρασες θειά; και του χρόνου!»
- «Φχαριστώ κουρτσάκι μ'. Μεγάλη η χάρη τ’»
Ξυπόλητη τόσες ώρες, Νηστικιά!
- «Γιατί νηστικιά θειά; πανηγύρι δεν ήταν; Δεν είχαν σφαχτά, ψητά;»
- «Τι λες παιδάκι μ’ μεγάλη νηστεία η μέρα αυτή. Το κεφάλι τ’ Αϊ Γιάννη κόψαν χσούτσκο μ’ για το χατίρ τσ’ γυναίκας τ’ βασιλιά!»
Ψωμί, φασόλια χωρίς λάδι, (ελιά που να βρεθεί στ’ Άγραφα), επομένως η θειά είχε μαζί της στον τρουβά της ψωμάκι και κρεμμύδι.
- « Άκου παιδάκι μ’ τι λένε για να θμάσαι πάντα αυτή τ' νηστεία! Πριν το 1821 ήταν τότε η εποχή που ο Καραϊσκάκης γύριζε καπετάνιος στ’ Άγραφα παραμονή τ’ Αϊ Γιαννιού και του μεγάλου πανηγυριού. Ήρθε κόσμος πολύς στο μοναστήρι. Αυτή την ημέρα ερχόταν στον Αϊ Γιάννη το 'λαφάκι. Τα θρησκευτικά τα ξέρετε καλύτερα εσείς τα παιδάκια π’ πάτε σχολειό. Το ’σφαζαν και γιόρταζαν με το κρέας το ευλογημένο αποβραδίς. Μια χρονιά έφτασε αργά, κι αποσταμένο από το τρέξιμο. Κουρασμένο όπως ήταν το ’πιασαν και το ’σφαξαν οι αθεόφοβοι, το μαγείρεψαν και το μέρασαν. Μοιράστηκε μεταμεσονύχτια οπότε μπήκαν στη νηστεία. Μα ώ! του θαύματος, η τελευταία μερίδα που έμεινε στον πάτο του καζανιού ήταν ένα ανθρώπινο χέρι! Σημείο δίχως άλλο τ’ Αϊ-Γιάννη που δεν άφησαν το ΄λαφάκι του ελεύθερο αφού τους πίεζε ο χρόνος και δεν προλάβαιναν να το φαν στην ώρα του. Από τότε δεν ξανάφαγαν κρέατα την ημέρα αυτή. Και οι παγγυριώτες νηστεύουν!».
Ντράπηκα να ρωτήσω τη θειά πιό ήταν το τάμα της. Μετά από πολλά χρόνια έμαθα ότι όταν έχασε τα δυό παιδιά της, την Μαγδαληνή 12 χρόνων από βρογχοπνευμονία που θέριζε εκείνη την εποχή και τον Κώστα 7 χρόνων από την πείνα, έκανε τάμα στον Αϊ Γιάννη να μεσολαβήσει στο Θεό να της χαρίσει τα άλλα τέσσερα και να τα αφήσει πίσω της, όπως και έγινε.
Γυρνώντας σπίτι μου το βράδυ με τη γίδα μου χορτασμένη και στο μυαλό μου μια καινούρια παράδοση, άρχισα να λέω στον προπάππου μου μπάρμπα Κώστα Ανδρώνη τι έμαθα. Κάτσε λέει ο παππούς μου να συμπληρώσεις τις γνώσεις σου. Ο παππούς ήταν διαβασμένος, είχε πάει στην Αμερική και ήταν πολύ καλός συζητητής. Θεός σχωρέστον!
- « Άκου λοιπόν και το θαύμα που ’γινε με τα παλικάρια του Καραϊσκάκη. Μια χρονιά στη χάρη Του, ήρθε ο Καραϊσκάκης με τ’ ασκέρι του. Έπιασαν το γιατάκι τους για να ξενυχτίσουν. Πες το ένα, πες το άλλο, η κουβέντα το ’φερε και στην αυριανή νηστεία. Νηστεία, νηστεία! έλεγαν όλοι. Ένας ούτε ν’ ακούσει για νηστεία. Παγγύρι με ελιές δεν γένεται. Έχω ένα τραΐ (τράγος) με μια πθαμή (πιθαμή) ξύγκι στα νεφρά τ’. Θα το λιανίσω κι όποιος θέλει μου κάνει παρέα αύριο στο ψητό, λέει ένα παλικάρι του. Θύμωσε πολύ ο Καραϊσκάκης που τον άκουγε, δεν βάσταξε άλλο, σταυροκοπήθηκε και κοιτάζοντας προς τον ουρανό είπε: ‘Αφέντημ’ Αϊ Γιάννη μου! Ή θα το κάμεις το θάμα ή θα το κάμω εγώ. Πλαγιάστε σύντροφοί μου κι αύριο θα δούμε ποιος θα κάνει παρέα τον θεοκατάρατο στο ψητό, είπε θυμωμένος. Ξημέρωσε η μεγάλη γιορτή. Η καμπάνα του Αϊ Γιάννη αντηχεί στη ρεματιά του Αγραφιώτη. Παπάδες, ψαλτάδες και πλήθος κόσμου γέμισαν την εκκλησιά. Αλλά κι από ’ξω πήχτρα ο κόσμος. Καρφίτσα αν ρίξεις δεν πέφτει κάτω. Οι γυναίκες αμίλητες και προσευχόμενες ζώνουν με τα κερένια ζώσματα ολόγυρα τον τοίχο ανάλογα με το πόσες φορές έχουν τάξει. Μέσα στην απόλυτη ησυχία και την προσευχή, βηματισμός βαρύς ακούγεται. Είναι ο Καραϊσκάκης με τα παλικάρια του, με τις φουστανέλες και τ’ άρματά τους. Αναμερίζει ο κόσμος να περάσει ο καπετάνιος με τα παλικάρια του. Το καταραμένο παλικάρι έμεινε έξω. Το ’βαλε ο Σατανάς ή ο Άγιος για να γίνει το θαύμα!
Πήρε το τραΐ, τ’ ανάσκλωσε (τ’ ανασκέλωσε) το κράταγε απ’ τα πόδια κι έβαλε το χέρι του στο σελάχι να πιάσει το μαχαίρι του. Χτυπιέται το ζώο μ’ αυτός ψάχνει για το μαχαίρι. Ψάχνει στο ένα χώρισμα του σελαχιού, ψάχνει στ’ άλλο, πουθενά μαχαίρι. Αντί γι’ αυτό έπιασε την πιστόλα του δίχως να το καταλάβει. Το τραΐ χοροπηδούσε, το χέρι του δεν μπορεί να το πάει εκεί που θέλει. Σ’ αυτό το πάλαιμα η μούρη της πιστόλας πήγε στην κοιλιά του. Το σκάνταλο πυροβόλησε κι ένα μπουμ ήταν αρκετό να πελαγώσει ο τόπος από το αίμα και το παλικάρι σωριάστηκε κατάχαμα νεκρό. Ο τράγος γλίτωσε και πάει για βοσκή. Δεν είναι θαύμα μέγαλο»
Μέχρι εκείνη τη στιγμή άκουγα με προσοχή. Ούτε οι χάντρες του κομπολογιού του παππού δεν ακούγονταν εκείνη την ώρα.
- « Ναι παππού είπα! Και μετά τι έγινε;»
- « Τι να γίνει παιδί μου. Στο άκουσμα του μπαμ, ο κόσμος τρόμαξε. Νόμισε πως ήρθαν οι Τούρκοι. Από στόμα σε στόμα το ’μαθαν όλοι. "Το κακό χαμπέρι μαθαίνεται γρήγορα" όπως λέει ο λαός. Τ’ άκουσε κι ο Καραϊσκάκης μα καθόλου δεν ταράχτηκε. Μόλις απόλυσε η εκκλησία όλος ο κόσμος ήταν γύρω από το σκοτωμένο παλικάρι. Όλοι αναρωτιόνταν τι έγινε και τι έγινε! Κανείς δεν μπορεί να βρει την αιτία για το σκοτωμό του παλικαριού. Βγήκε κι ο Καραϊσκάκης από την εκκλησία κι ατάραχος ως ήταν με τη βροντερή φωνή του ακούστηκε να λέει: " Κάμετε το σταυρό σας! Πρόλαβε ο Αφέντης Αϊ Γιάννης κι έκαμε το θαύμα του! Δεν άφησε να το κάμω εγώ! Ήθελε να μου χαρίσει το βόλι που χρωστούσα σ’ ένα σκυλί. Ακούς ο θεοκατάρατος. να θέλει να φάει σήμερα κρέας; Καμαρώστε τον τώρα." Έμειναν άφωνοι και δόξασαν τον Αϊ Γιάννη Πρόδρομο. Το θαύμα το ’μαθε όλη η περιοχή κι από στόμα σε στόμα έμεινε μέχρι σήμερα!»
Άφωνη έμεινα κι εγώ με όσα άκουσαν τ’ αυτιά μου σήμερα από τους δύο αγαπημένους μου συγγενείς. Μεγάλη η συγκίνησή μου, όταν θυμάμαι την ευχή του προπάππου μου μπάρμπα Κώστα " Να χιλιάσουν τα παγγύρια σου παιδί μου."
Ευτυχείς όσοι μπορούν να επισκέπτονται κάθε χρόνο τη χάρη Του και να θυμούνται την ιστορία και τη λαογραφία του τόπου μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου